- ξανακερδίζω
- μετ. отыгрывать (проигранное);
ξανακερδίζω τα χαμένα — отыгрываться
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ξανακερδίζω τα χαμένα — отыгрываться
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ανακτώ — ( άω) (Α ἀνακτῶμαι) βρίσκω κάτι που έχω χάσει, αποκτώ εκ νέου, ξανακερδίζω ||αρχ. 1. επανορθώνω, διορθώνω 2. αναζωογονώ, αναγεννώ 3. (με αιτιατ. προσώπου) κερδίζω την εύνοια ή τη φιλία κάποιου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + κτῶμαι. ΠΑΡ. ἀνάκτησις( η) αρχ … Dictionary of Greek
προσανακτώμαι — άομαι, Α (αποθ.) 1. αποκτώ κάτι ξανά 2. ανακτώ τις δυνάμεις μου, αναρρώνω 3. μτφ. αποκαθιστώ κάτι εκ νέου. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἀνακτῶ, ῶμαι «αποκτώ εκ νέου, ξανακερδίζω»] … Dictionary of Greek
ρεφάρω — Ν (στο χαρτοπαίγνιο) ξανακερδίζω όσα έχασα. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. serefaire «αναλαμβάνω, δυναμώνω»] … Dictionary of Greek